1 συγ-κατ-οικέω
συγ-κατ-οικέω, mit bewohnen, τῆς (ἐσϑῆτος) ὁ δυςφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > συγ-κατ-οικέω